γέρας

γέρας
γέρας (γέρας nom., acc.)
1 honour
a (Ῥόδον) ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι (v. l. μέρος) O. 7.68

νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.65

ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. γέρας, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί) P. 5.18 εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (i. e. νίκαν) P. 5.124 ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (sc. Μολοσσίᾳ ἐμβασιλεύειν) N. 7.40

παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (i. e. ὕμνον) I. 1.14 ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (i. e. γεραίρεται) I. 5.33τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (Hermann: γέρας post Αἰακίδᾳ habet codex: i. e. the honour of marriage to Thetis) I. 8.38 Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5. 3. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν μοναρχεῖν Ἄργει

θέμενος οἰωνοπόλον γέρας Pae. 4.30

b specifically, prize

Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.49

μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν O. 8.11

ἀρισθάρματον γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις P. 5.31

Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78

μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γέρας — το (AM γέρας) 1. αριστείο, βραβείο, έπαθλο αρχ. 1. (για νεκρούς) η επιθανάτια τιμή 2. προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς 3. δώρο 4. η αμοιβή που έπαιρναν οι ιερείς στις θυσίες ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, ίσως δε και… …   Dictionary of Greek

  • γέρας — γέρᾱς , γέρας gift of honour neut gen sg (attic doric ionic aeolic) γέρας gift of honour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γέρας — Γέρᾱς , Γέρης masc acc pl Γέρᾱς , Γέρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γέρας, δήμος — Νέος δήμος (6.985 κάτ.) του νομού Λέσβου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Μεσαγρού, Παλαιοκήπου, Παππάδου, Περάματος, Πλακάδου και Σκοπέλου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • γέραα — γέρας gift of honour neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) γέρας gift of honour neut nom/voc/acc dual (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεράεσσι — γέρας gift of honour neut dat pl (attic epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεράεσσιν — γέρας gift of honour neut dat pl (attic epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεράων — γέρας gift of honour neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερῶν — γέρας gift of honour neut gen pl (attic epic ionic) γεράζω honour fut part act masc voc sg γεράζω honour fut part act neut nom/voc/acc sg γεράζω honour fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρασι — γέρας gift of honour neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρασιν — γέρας gift of honour neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”